συνδαμέτας

συνδαμέτας
-α, ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνδημότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνδημότης — ο, ΝΑ, και θηλ. συνδημότισσα Ν, και δωρ. τ. συνδαμέτας, α, Α [δημότης] δημότης τού ίδιου δήμου με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”